περιπλέω

περιπλέω
(αόρ. περιέπλευσα) αμετ. плыть вокруг, кругом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "περιπλέω" в других словарях:

  • περίπλεω — περίπλεω̆ , περίπλεως quite full of masc/fem/neut nom/voc/acc dual περίπλεω̆ , περίπλεως quite full of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλέω — περιπλέω, περιέπλευσα βλ. πίν. 42 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περίπλεῳ — περίπλεῳ̆ , περίπλεως quite full of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλέω — ΝΑ, ιων. τ. περιπλώω Α 1. πλέω γύρω από κάτι 2. ταξιδεύω με πλοίο αρχ. 1. (για νησί) επιπλέω 2. παθ. περιπλέομαι περιτυλίσσομαι 3. μτφ. α) (για κεφαλαλγία) είμαι διαλείπων β) διολισθαίνω προς τα εδώ και προς τα εκεί …   Dictionary of Greek

  • περιπλέῃ — περιπλέω sail pres subj mp 2nd sg (epic ionic) περιπλέω sail pres ind mp 2nd sg (epic ionic) περιπλέω sail pres subj act 3rd sg (epic ionic) περιπλέω sail pres subj mp 2nd sg περιπλέω sail pres ind mp 2nd sg περιπλέω sail pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλεομένων — περιπλέω sail pres part mp fem gen pl (epic doric ionic aeolic) περιπλέω sail pres part mp masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) περιπλέω sail pres part mp fem gen pl περιπλέω sail pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλευσουμένων — περιπλέω sail fut part mid fem gen pl (attic epic doric) περιπλέω sail fut part mid masc/neut gen pl (attic epic doric) περιπλέω sail fut part mid fem gen pl (doric) περιπλέω sail fut part mid masc/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλεῖ — περιπλέω sail pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) περιπλέω sail pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) περιπλέω sail pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) περιπλέω sail pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλεύσῃ — περιπλέω sail pres part act fem dat sg (epic ionic) περιπλέω sail aor subj mid 2nd sg περιπλέω sail aor subj act 3rd sg περιπλέω sail fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλεόμενον — περιπλέω sail pres part mp masc acc sg (epic doric ionic aeolic) περιπλέω sail pres part mp neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) περιπλέω sail pres part mp masc acc sg περιπλέω sail pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπλεόντων — περιπλέω sail pres part act masc/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) περιπλέω sail pres imperat act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) περιπλέω sail pres part act masc/neut gen pl περιπλέω sail pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»